Αρθρο. 1
1. Ζωοκλοπή. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή 20.000 έως 1.000.000 δραχμών τιμωρείται η κλοπή ίππων, όνων, ημιόνων, βοειδών, βουβαλοειδών, αιγοπροβάτων, χοίρων και κυψέλων μελισσών ή του περιεχομένου τους.
2. Ζωοκτονία. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται η θανάτωση, με πρόθεση, ζώων της προηγούμενης παραγράφου καθώς και η καταστροφή ή βλάβη κυψελών μελισσών ή του περιεχομένου τους.
3. Αν η πράξη της ζωοκλοπής ή της ζωοκτονίας έχει ως αντικείμενο ζώα που βρίσκονται στον περίβολο ή σε στεγασμένο χώρο της οικίας του ιδιοκτήτη τους ή σε ειδικό για τη φύλαξη αυτών περιφραγμένο χώρο ή αν τα ζώα χρησιμοποιούνται για τη διατροφή της οικογένειας του ιδιοκτήτη τους επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών.
Αρθρο. 2
Αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η ζωοκλοπή ή η ζωοκτονία τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή 50.000 έως 1.000.000 δραχμών στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Αν έγινε από δύο ή περισσότερα άτομα, από κοινού.
β) Αν κατά την τέλεση της πράξης χρησιμοποιήθηκε βία ή απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή έγινε χρήση των μέσων αυτών για τη διατήρηση της κατοχής των κλεμμένων ή θανατωμένων ζώων.
γ) Αν ο δράστης (αυτουργός ή συμμέτοχος) οπλοφορούσε.
δ) Αν ο δράστης είναι κρεοπώλης, εστιάτορας, διευθυντής ξενοδοχείου και δημόσιων γενικά κέντρων ή άλλος επαγγελματίας συναφών με τα παραπάνω επαγγελμάτων.
Αρθρο. 3
1. Με τις ποινές της παρ. 1 του άρθρ. 1 του νόμου αυτού τιμωρείται όποιος, με πρόθεση, κρύβει, αγοράζει, παίρνει ως ενέχυρο, ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δέχεται ζώα ή σφάγια ή
μέρη από σφάγια που προέρχονται από ζωοκλοπή ή ζωοκτονία ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τους ή συνεργεί στη μεταβίβασή τους.
2. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί τις παραπάνω πράξεις ως επάγγελμα, ή από συνήθεια, ή η ζημιά που προκλήθηκε στον παθόντα είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τότε επιβάλλονται οι ποινές του άρθρ. 2 αυτού του Νόμου.
3. Ζώα που προέρχονται από ζωοκλοπή κατάσχονται και αποδίδονται στον ιδιοκτήτη τους προσωρινά από την Αστυνομική Αρχή και οριστικά ύστερα από απόφαση του Εισαγγελέα. Αν όμως ο ιδιοκτήτης του ζώου είναι άγνωστος, το ζώο παραδίνεται για φύλαξη με μεσεγγυητή και για την τύχη του αποφασίζει το Δικαστήριο.
4. Ολόκληρα σφάγια ή μέρη από σφάγια που προέρχονται από ζωοκλοπή ή ζωοκτονία κατάσχονται και αποδίδονται στον ιδιοκτήτη του ζώου, αν είναι γνωστός. Σε κάθε άλλη περίπτωση εκποιούνται με πρόχειρο διαγωνισμό με φροντίδα της Αστυνομικής Αρχής. Το προϊόν της εκποίησης κατατίθεται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και το Δικαστήριο αποφασίζει για τη τύχη του.
Αρθρο. 4
1. Το αρμόδιο για εκδίκαση της ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας Δικαστήριο, αποφασίζει υποχρεωτικά και για την αποζημίωση του παθόντος λόγω της κλοπής ή θανάτωσης των ζώων του χωρίς οποιαδήποτε προδικασία ακόμα και αν ο παθών δε δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικός ενάγων.
2. Το ίδιο Δικαστήριο αποφασίζει υποχρεωτικά για τη χρηματική ικανοποίηση του παθόντα λόγω ηθικής βλάβης. Το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης δε μπορεί να είναι μικρότερο από το διπλάσιο της αξίας του κλεμμένου ή θανατωμένου ζώου.
3. Οι συμμέτοχοι ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας ευθύνονται εις ολόκληρον ο καθένας με τους αυτουργούς για ολόκληρο το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης και αποζημίωσης του παθόντα, τις ενδεχόμενες αποδόσεις και τα δικαστικά έξοδα.
4. Αν τα πρόσωπα, υπό την επιμέλεια ή την εξάρτηση των οποίων βρίσκεται ο νεώτερος των 17 ετών ανήλικος, παραλείψουν υπαίτια να τον εμποδίσουν απο την τέλεση ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας, τιμωρούνται με τις ποινές του άρθρ. 360 του Ποινικού Κώδικα και τις διακρίσεις που γίνονται σ' αυτόν.
5. Τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου, σε περίπτωση καταδίκης τους σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο,
ευθύνονται ο καθένας για ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης του παθόντα.
Αρθρο. 5
1. Τα μεταφορικά μέσα ή ψυκτικοί χώροι που χρησιμοποιήθηκαν για την διάπραξη της ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας, ή για την μεταφορά κλεμμένων ή θανατωμένων ζώων, ή τη συντήρηση προϊόντων ζωοκλοπής, κατάσχονται και παραδίδονται στην πλησιέστερη Τελωνειακή Αρχή για φύλαξη μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, εκτός αν η μεταφορά τους είναι δυσχερής οπότε σφραγίζονται και παραδίδονται για φύλαξη στην πλησιέστερη Αστυνομική Αρχή, εφαρμόζονται δε σ' αυτές τις περιπτώσεις οι διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα.
Αν δεν καταστεί δυνατή η ανεύρεση και η παράδοση στην Τελωνειακή Αρχή του μεταφορικού μέσου που κατασχέθηκε, τότε το δικαστήριο καθορίζει με την καταδικαστική απόφαση την αξίας του μεταφορικού μέσου, που εισπράττεται από τον καταδικασθέντα κατά τον ΝΕΔΕ.
2. Μαζί με τα παραπάνω μεταφορικά μέσα κατάσχονται και οι κρατικές πινακίδες κυκλοφορίας αυτών, η άδεια κυκλοφορίας και η άδεια ικανότητας οδηγού του δράστη. Αν επακολουθήσει καταδίκη, τα μεταφορικά μέσα δημεύονται και εκποιούνται κατά τις διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα, και οι κρατικές πινακίδες, η άδεια κυκλοφορίας και η άδεια ικανότητας οδηγού του δράστη αφαιρούνται και στέλνονται για ακύρωση στην υπηρεσία που τις χορήγησε.
3. Η αφαίρεση και η ακύρωση των παραπάνω αδειών αποτελεί κώλυμα για τη χορήγηση νέας άδειας, πριν περάσει τριετία από την έκτιση της ποινής. Σε περίπτωση υποτροπής το κώλυμα είναι ίσόβιο.
4. Αν η ζωοκλοπή, ή η ζωοκτονία, ή η αποδοχή και η διάθεση προϊόντων ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας έγινε από κροεπώλες, εστιάτορες διευθυντες ξενοδοχείων και δημόσιων γενικά κέντρων ή άλλους επαγγελματίες συναφών με τα παραπάνω επαγγελμάτων, κατά παράβαση της επαγγελματικής τους υποχρέωσης, το Δικαστήριο, εφ' όσον κατά του υπαιτίου απαγγέλεται ποινή στερητική της ελευθερίας, απαγγέλλει υποχρεωτικά και ανικανότητα για άσκηση του επαγγέλματος για χρονικό διάστημα από ένα μέχρι πέντε χρονια αν για την άσκηση αυτού απαιτείται άδεια της Αρχής. Η ανικανότητα αυτή είχει σαν αποτέλεσμα την οριστική ανάκληση της σχετικής άδειας.
5. Κτηνοτροφικό δάνειο ή επιδότηση ή οικονομική ενίσχυση άλλης μορφής για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας από οποιοδήποτε φορέα ή φορολογική απαλλαγή, δε χορηγείται στον καταδικαζόμενο ζωοκλοπή ή ζωοκτονία από το Κράτος πριν περάσουν τρία χρόνια από την έκτιση της ποινής. Μετά δε την τελεσίδικη καταδίκη κηρύσσονται ληξιπρόθεσμες όλες οι οφειλές του καταδικαζόμενου προς τους κρατικούς φορείς ή τράπεζες. Οι τελεσίδικες αποφάσεις αυτές διαβιβάζονται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα στην Αγροτική Τράπεζα για την εφαρμογή των οριζομένων στην παράγραφο αυτή.
Αρθρο. 6
1. Η ζωοκλοπή και η ζωοκτονία διώκονται αυτεπάγγελτα. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των αδικημάτων του άρθρ. 2 είναι το Πεντεμελές Εφετείο.
2. Η καταδίκη για ζωοκλοπή ή ζωοκτονία επισύρει και την αποστέρηση των δικαιωμάτων που περιέχοναι στα άρθρ. 59 - 65 του Ποινικού Κώδικα.
3. Ο καταδικαζόμενος για ζωοκλοπή ή για ζωοκτονία δικαιούται ν' ασκήσει το ένδικο μέσο της έφεσης μόνο αν καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, χωρίς να αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής. Η ασκηθείσα έφεση εκδικάζεται εντός τετραμήνου από την άσκηση της.
4. Η στερητική της ελευθερίας ποινή για ζωοκλοπή ή ζωοκτονία δε μετατρέπεται σε χρηματική και εκτίεται εκτός της Εφετειακής Περιφέρειας του τόπου κατοικίας ή καταγωγής του καταδικασμένου.
5. (Παραλείπεται ως μη ισχύουσα).
Αρθρο. 7
1. Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών τιμωρείται όποιος με πρόθεση ακρωτηριάζει ή με άλλο τρόπο βλάπτει ξένα ζώα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρ. 1 του νόμου αυτού.
2. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρ. 4 του νόμου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση ακρωτηριασμού ή βλάβης ζώων.
Αρθρο. 8
1. Στα εγκλήματα της ζωοκλοπής και της ζωοκτονίας όλοι οι αρμόδιοι για την ανάκριση υπάλληλοι κάνουν τις οριζόμενες από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ανακριτικές πράξεις και
χωρίς παραγγελία του Εισαγγελέα, στον οποίο όμως υποβάλλουν τη δικογραφία χωρίς υπαίτια βραδύτητα.
2. Η ανάκριση για τα παραπάνω εγκλήματα ολοκληρώνεται μέσα σ' ένα μήνα από τότε που θα περιέλθει η δικογραφία στον Ανακριτή. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για έναν ακόμα μήνα με κοινή Πράξη του Προέδρου και του Εισαγγελέα Εφετών.
3. Η εκδίκαση των υποθέσεων προσδιορίζεται το πολύ ένα μήνα μετά την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και οι προθεσμίες κλήτευσης στο ακροατήριο συντέμνονται στο μισό.
4. (Παραλείπεται ως μη ισχύουσα).
5. Σε περίπτωση καταδίκης για οποιοδήποτε έγκλημα της προηγούμενης παραγράφου, η άσκηση έφεσης από τον καταδικασθέντα δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
6. Η στερητική της ελευθερίας ποινή για τα εγκλήματα της παρ. 4 του παρόντος άρθρου δεν μετατρέπεται σε χρηματική.
Αρθρο. 9
1. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και απώλεια του δικαιώματος για χρηματική ικανοποίηση τιμωρείται ο κάτοχος ζώου από τα αναφερόμενα στο άρθρ. 1 του νόμου αυτού, ο οποίος δεν καταγγέλει στην αρμόδια Αρχή μέσα σε 24 ώρες από τη διαπίστωση της τη ζωοκλοπή ή ζωοκτονία που έγινε σε βάρος του.
2. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο μηνών τιμωρείται ο παθών και ο δράστης ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας, αν συμβιβαστούν με σκοπό τη συγκάλυψη του εγκλήματος.
3. Με ποινή φυλακίσεως τιμωρείται όποιος μεσιτεύει, διευκολύνει παντοιοτρόπως ή υποδεικνύει στο ζωοκλέφτη τον τρόπο, τον τόπο ή τα μέσα της ζωοκλοπής ή του συμβιβασμού με τον παθόντα.
Αρθρο. 10
1. Με αστυνομικές διατάξεις καθορίζονται οι υποχρεώσεις των κατόχων ζώων και ποιμνίων ιδίως σε ό,τι αφορά τον εφοδιασμό τους με πιστοποιητικό κατοχής των ζώων την επιτήρηση των ποιμνίων και τη διακίνησή τους κατά τους θερινούς μήνες στις χειμερινές βοσκές και αντίστροφα, τον τόπο και τον τρόπο τήρησης εγγράφων στοιχείων για την αυξομείωση των ποιμνίων, τον τρόπο μεταβίβασης των ζώων και τον τόπο
σφαγής όπου δεν υπάρχουν ή δεν λειτουργούν μόνιμα σφαγεία.
2. Με αστυνομικές διατάξεις καθορίζονται επίσης ο τρόπος και ο χρόνος σήμανσης των ζώων, όπως και άλλες σχετικές με τη σήμανση λεπτομέρειες σε περιοχές που κρίνεται το μέτρο αυτό απαραίτητο. Η σημανση γίνεται με φροντίδα των Δημάρχων ή Προέδρων Κοινοτήτων, που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για το σκοπό αυτό Δημοτικούς και Κοινοτικούς υπαλλήλους και όργανα της Αγροφυλακής ή της Χωροφυλακής ή και ιδιώτες εάν αυτό είναι αναγκαίο.
3. Η δαπάνη για την προμήθεια των υλικών και μέσων σήμανσης βαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
4. Οποιοι παραβαίνουν τις παραπάνω αστυνομικές διατάξεις τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.
Αρθρο. 11
1. Οταν θα ισχύσει αυτός ο νόμος θα παύσουν να ισχύουν ο νόμος ΓΩΛΣΤ’ της 23.7.1911 «περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας», το Ν.Δ. της 17/20.1.1923 «περί μέτρων κατά της ζωοκλοπής και κατά προσώπων επιζημιών εις την δημόσιαν ασφάλειαν», ο Α.Ν. 526/10.3.1937 «περί τροποποιήσεως του νόμου ΓΩΛΣΤ’ «περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας» όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, καθώς και κάθε άλλη διάταξη νόμου που αντίκειται στις διατάξεις αυτού του νόμου.
2. Αστυνομικές διατάξεις που εκδόθηκαν με βάση το καταργούμενο νομικό καθεστώς εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι να εκδοθούν νέες βάσει των διατάξεων που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.
Αρθρο. 12
Ο νόμος αυτός θα ισχύσει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
1. Ζωοκλοπή. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή 20.000 έως 1.000.000 δραχμών τιμωρείται η κλοπή ίππων, όνων, ημιόνων, βοειδών, βουβαλοειδών, αιγοπροβάτων, χοίρων και κυψέλων μελισσών ή του περιεχομένου τους.
2. Ζωοκτονία. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται η θανάτωση, με πρόθεση, ζώων της προηγούμενης παραγράφου καθώς και η καταστροφή ή βλάβη κυψελών μελισσών ή του περιεχομένου τους.
3. Αν η πράξη της ζωοκλοπής ή της ζωοκτονίας έχει ως αντικείμενο ζώα που βρίσκονται στον περίβολο ή σε στεγασμένο χώρο της οικίας του ιδιοκτήτη τους ή σε ειδικό για τη φύλαξη αυτών περιφραγμένο χώρο ή αν τα ζώα χρησιμοποιούνται για τη διατροφή της οικογένειας του ιδιοκτήτη τους επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών.
Αρθρο. 2
Αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η ζωοκλοπή ή η ζωοκτονία τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή 50.000 έως 1.000.000 δραχμών στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Αν έγινε από δύο ή περισσότερα άτομα, από κοινού.
β) Αν κατά την τέλεση της πράξης χρησιμοποιήθηκε βία ή απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή έγινε χρήση των μέσων αυτών για τη διατήρηση της κατοχής των κλεμμένων ή θανατωμένων ζώων.
γ) Αν ο δράστης (αυτουργός ή συμμέτοχος) οπλοφορούσε.
δ) Αν ο δράστης είναι κρεοπώλης, εστιάτορας, διευθυντής ξενοδοχείου και δημόσιων γενικά κέντρων ή άλλος επαγγελματίας συναφών με τα παραπάνω επαγγελμάτων.
Αρθρο. 3
1. Με τις ποινές της παρ. 1 του άρθρ. 1 του νόμου αυτού τιμωρείται όποιος, με πρόθεση, κρύβει, αγοράζει, παίρνει ως ενέχυρο, ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δέχεται ζώα ή σφάγια ή
μέρη από σφάγια που προέρχονται από ζωοκλοπή ή ζωοκτονία ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τους ή συνεργεί στη μεταβίβασή τους.
2. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί τις παραπάνω πράξεις ως επάγγελμα, ή από συνήθεια, ή η ζημιά που προκλήθηκε στον παθόντα είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τότε επιβάλλονται οι ποινές του άρθρ. 2 αυτού του Νόμου.
3. Ζώα που προέρχονται από ζωοκλοπή κατάσχονται και αποδίδονται στον ιδιοκτήτη τους προσωρινά από την Αστυνομική Αρχή και οριστικά ύστερα από απόφαση του Εισαγγελέα. Αν όμως ο ιδιοκτήτης του ζώου είναι άγνωστος, το ζώο παραδίνεται για φύλαξη με μεσεγγυητή και για την τύχη του αποφασίζει το Δικαστήριο.
4. Ολόκληρα σφάγια ή μέρη από σφάγια που προέρχονται από ζωοκλοπή ή ζωοκτονία κατάσχονται και αποδίδονται στον ιδιοκτήτη του ζώου, αν είναι γνωστός. Σε κάθε άλλη περίπτωση εκποιούνται με πρόχειρο διαγωνισμό με φροντίδα της Αστυνομικής Αρχής. Το προϊόν της εκποίησης κατατίθεται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και το Δικαστήριο αποφασίζει για τη τύχη του.
Αρθρο. 4
1. Το αρμόδιο για εκδίκαση της ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας Δικαστήριο, αποφασίζει υποχρεωτικά και για την αποζημίωση του παθόντος λόγω της κλοπής ή θανάτωσης των ζώων του χωρίς οποιαδήποτε προδικασία ακόμα και αν ο παθών δε δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικός ενάγων.
2. Το ίδιο Δικαστήριο αποφασίζει υποχρεωτικά για τη χρηματική ικανοποίηση του παθόντα λόγω ηθικής βλάβης. Το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης δε μπορεί να είναι μικρότερο από το διπλάσιο της αξίας του κλεμμένου ή θανατωμένου ζώου.
3. Οι συμμέτοχοι ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας ευθύνονται εις ολόκληρον ο καθένας με τους αυτουργούς για ολόκληρο το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης και αποζημίωσης του παθόντα, τις ενδεχόμενες αποδόσεις και τα δικαστικά έξοδα.
4. Αν τα πρόσωπα, υπό την επιμέλεια ή την εξάρτηση των οποίων βρίσκεται ο νεώτερος των 17 ετών ανήλικος, παραλείψουν υπαίτια να τον εμποδίσουν απο την τέλεση ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας, τιμωρούνται με τις ποινές του άρθρ. 360 του Ποινικού Κώδικα και τις διακρίσεις που γίνονται σ' αυτόν.
5. Τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου, σε περίπτωση καταδίκης τους σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο,
ευθύνονται ο καθένας για ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης του παθόντα.
Αρθρο. 5
1. Τα μεταφορικά μέσα ή ψυκτικοί χώροι που χρησιμοποιήθηκαν για την διάπραξη της ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας, ή για την μεταφορά κλεμμένων ή θανατωμένων ζώων, ή τη συντήρηση προϊόντων ζωοκλοπής, κατάσχονται και παραδίδονται στην πλησιέστερη Τελωνειακή Αρχή για φύλαξη μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, εκτός αν η μεταφορά τους είναι δυσχερής οπότε σφραγίζονται και παραδίδονται για φύλαξη στην πλησιέστερη Αστυνομική Αρχή, εφαρμόζονται δε σ' αυτές τις περιπτώσεις οι διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα.
Αν δεν καταστεί δυνατή η ανεύρεση και η παράδοση στην Τελωνειακή Αρχή του μεταφορικού μέσου που κατασχέθηκε, τότε το δικαστήριο καθορίζει με την καταδικαστική απόφαση την αξίας του μεταφορικού μέσου, που εισπράττεται από τον καταδικασθέντα κατά τον ΝΕΔΕ.
2. Μαζί με τα παραπάνω μεταφορικά μέσα κατάσχονται και οι κρατικές πινακίδες κυκλοφορίας αυτών, η άδεια κυκλοφορίας και η άδεια ικανότητας οδηγού του δράστη. Αν επακολουθήσει καταδίκη, τα μεταφορικά μέσα δημεύονται και εκποιούνται κατά τις διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα, και οι κρατικές πινακίδες, η άδεια κυκλοφορίας και η άδεια ικανότητας οδηγού του δράστη αφαιρούνται και στέλνονται για ακύρωση στην υπηρεσία που τις χορήγησε.
3. Η αφαίρεση και η ακύρωση των παραπάνω αδειών αποτελεί κώλυμα για τη χορήγηση νέας άδειας, πριν περάσει τριετία από την έκτιση της ποινής. Σε περίπτωση υποτροπής το κώλυμα είναι ίσόβιο.
4. Αν η ζωοκλοπή, ή η ζωοκτονία, ή η αποδοχή και η διάθεση προϊόντων ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας έγινε από κροεπώλες, εστιάτορες διευθυντες ξενοδοχείων και δημόσιων γενικά κέντρων ή άλλους επαγγελματίες συναφών με τα παραπάνω επαγγελμάτων, κατά παράβαση της επαγγελματικής τους υποχρέωσης, το Δικαστήριο, εφ' όσον κατά του υπαιτίου απαγγέλεται ποινή στερητική της ελευθερίας, απαγγέλλει υποχρεωτικά και ανικανότητα για άσκηση του επαγγέλματος για χρονικό διάστημα από ένα μέχρι πέντε χρονια αν για την άσκηση αυτού απαιτείται άδεια της Αρχής. Η ανικανότητα αυτή είχει σαν αποτέλεσμα την οριστική ανάκληση της σχετικής άδειας.
5. Κτηνοτροφικό δάνειο ή επιδότηση ή οικονομική ενίσχυση άλλης μορφής για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας από οποιοδήποτε φορέα ή φορολογική απαλλαγή, δε χορηγείται στον καταδικαζόμενο ζωοκλοπή ή ζωοκτονία από το Κράτος πριν περάσουν τρία χρόνια από την έκτιση της ποινής. Μετά δε την τελεσίδικη καταδίκη κηρύσσονται ληξιπρόθεσμες όλες οι οφειλές του καταδικαζόμενου προς τους κρατικούς φορείς ή τράπεζες. Οι τελεσίδικες αποφάσεις αυτές διαβιβάζονται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα στην Αγροτική Τράπεζα για την εφαρμογή των οριζομένων στην παράγραφο αυτή.
Αρθρο. 6
1. Η ζωοκλοπή και η ζωοκτονία διώκονται αυτεπάγγελτα. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των αδικημάτων του άρθρ. 2 είναι το Πεντεμελές Εφετείο.
2. Η καταδίκη για ζωοκλοπή ή ζωοκτονία επισύρει και την αποστέρηση των δικαιωμάτων που περιέχοναι στα άρθρ. 59 - 65 του Ποινικού Κώδικα.
3. Ο καταδικαζόμενος για ζωοκλοπή ή για ζωοκτονία δικαιούται ν' ασκήσει το ένδικο μέσο της έφεσης μόνο αν καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, χωρίς να αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής. Η ασκηθείσα έφεση εκδικάζεται εντός τετραμήνου από την άσκηση της.
4. Η στερητική της ελευθερίας ποινή για ζωοκλοπή ή ζωοκτονία δε μετατρέπεται σε χρηματική και εκτίεται εκτός της Εφετειακής Περιφέρειας του τόπου κατοικίας ή καταγωγής του καταδικασμένου.
5. (Παραλείπεται ως μη ισχύουσα).
Αρθρο. 7
1. Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών τιμωρείται όποιος με πρόθεση ακρωτηριάζει ή με άλλο τρόπο βλάπτει ξένα ζώα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρ. 1 του νόμου αυτού.
2. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρ. 4 του νόμου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση ακρωτηριασμού ή βλάβης ζώων.
Αρθρο. 8
1. Στα εγκλήματα της ζωοκλοπής και της ζωοκτονίας όλοι οι αρμόδιοι για την ανάκριση υπάλληλοι κάνουν τις οριζόμενες από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ανακριτικές πράξεις και
χωρίς παραγγελία του Εισαγγελέα, στον οποίο όμως υποβάλλουν τη δικογραφία χωρίς υπαίτια βραδύτητα.
2. Η ανάκριση για τα παραπάνω εγκλήματα ολοκληρώνεται μέσα σ' ένα μήνα από τότε που θα περιέλθει η δικογραφία στον Ανακριτή. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για έναν ακόμα μήνα με κοινή Πράξη του Προέδρου και του Εισαγγελέα Εφετών.
3. Η εκδίκαση των υποθέσεων προσδιορίζεται το πολύ ένα μήνα μετά την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και οι προθεσμίες κλήτευσης στο ακροατήριο συντέμνονται στο μισό.
4. (Παραλείπεται ως μη ισχύουσα).
5. Σε περίπτωση καταδίκης για οποιοδήποτε έγκλημα της προηγούμενης παραγράφου, η άσκηση έφεσης από τον καταδικασθέντα δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
6. Η στερητική της ελευθερίας ποινή για τα εγκλήματα της παρ. 4 του παρόντος άρθρου δεν μετατρέπεται σε χρηματική.
Αρθρο. 9
1. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και απώλεια του δικαιώματος για χρηματική ικανοποίηση τιμωρείται ο κάτοχος ζώου από τα αναφερόμενα στο άρθρ. 1 του νόμου αυτού, ο οποίος δεν καταγγέλει στην αρμόδια Αρχή μέσα σε 24 ώρες από τη διαπίστωση της τη ζωοκλοπή ή ζωοκτονία που έγινε σε βάρος του.
2. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο μηνών τιμωρείται ο παθών και ο δράστης ζωοκλοπής ή ζωοκτονίας, αν συμβιβαστούν με σκοπό τη συγκάλυψη του εγκλήματος.
3. Με ποινή φυλακίσεως τιμωρείται όποιος μεσιτεύει, διευκολύνει παντοιοτρόπως ή υποδεικνύει στο ζωοκλέφτη τον τρόπο, τον τόπο ή τα μέσα της ζωοκλοπής ή του συμβιβασμού με τον παθόντα.
Αρθρο. 10
1. Με αστυνομικές διατάξεις καθορίζονται οι υποχρεώσεις των κατόχων ζώων και ποιμνίων ιδίως σε ό,τι αφορά τον εφοδιασμό τους με πιστοποιητικό κατοχής των ζώων την επιτήρηση των ποιμνίων και τη διακίνησή τους κατά τους θερινούς μήνες στις χειμερινές βοσκές και αντίστροφα, τον τόπο και τον τρόπο τήρησης εγγράφων στοιχείων για την αυξομείωση των ποιμνίων, τον τρόπο μεταβίβασης των ζώων και τον τόπο
σφαγής όπου δεν υπάρχουν ή δεν λειτουργούν μόνιμα σφαγεία.
2. Με αστυνομικές διατάξεις καθορίζονται επίσης ο τρόπος και ο χρόνος σήμανσης των ζώων, όπως και άλλες σχετικές με τη σήμανση λεπτομέρειες σε περιοχές που κρίνεται το μέτρο αυτό απαραίτητο. Η σημανση γίνεται με φροντίδα των Δημάρχων ή Προέδρων Κοινοτήτων, που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για το σκοπό αυτό Δημοτικούς και Κοινοτικούς υπαλλήλους και όργανα της Αγροφυλακής ή της Χωροφυλακής ή και ιδιώτες εάν αυτό είναι αναγκαίο.
3. Η δαπάνη για την προμήθεια των υλικών και μέσων σήμανσης βαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
4. Οποιοι παραβαίνουν τις παραπάνω αστυνομικές διατάξεις τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.
Αρθρο. 11
1. Οταν θα ισχύσει αυτός ο νόμος θα παύσουν να ισχύουν ο νόμος ΓΩΛΣΤ’ της 23.7.1911 «περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας», το Ν.Δ. της 17/20.1.1923 «περί μέτρων κατά της ζωοκλοπής και κατά προσώπων επιζημιών εις την δημόσιαν ασφάλειαν», ο Α.Ν. 526/10.3.1937 «περί τροποποιήσεως του νόμου ΓΩΛΣΤ’ «περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας» όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, καθώς και κάθε άλλη διάταξη νόμου που αντίκειται στις διατάξεις αυτού του νόμου.
2. Αστυνομικές διατάξεις που εκδόθηκαν με βάση το καταργούμενο νομικό καθεστώς εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι να εκδοθούν νέες βάσει των διατάξεων που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.
Αρθρο. 12
Ο νόμος αυτός θα ισχύσει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου